- περιορυχθείσης
- περιορύσσωdig roundaor part pass fem gen sg (attic epic ionic)περϊορῡχθείσης , περιορύσσωdig roundaor part pass fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιορύσσω — και περιορύττω Α [ορύσσω] 1. ορύσσω, σκάβω λάκκο γύρω από κάτι («ῥίζης περιορυχθείσης», Διοσκ.) 2. κάνω εκσκαφή, αφαιρώ γύρω γύρω («τοὺς λίθους περιορυττόντων καὶ μεθιστάντων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek